- καψαλιστός
- -ή, -όκαψαλισμένος: Τρώει καψαλιστό ψωμί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καψαλιστός — ή, ό [καψαλίζω] καψαλισμένος, φρυγανισμένος («καψαλιστό ψωμί») … Dictionary of Greek
ακαψάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει καψαλιστεί 2. αφρυγάνιαστος «ψωμί ακαψάλιστο» 3. «χωράφι ακαψάλιστο» χωράφι, τού οποίου δεν έκαψαν τα καλάμια μετά τον θερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + < καψαλιστός < καψαλίζω] … Dictionary of Greek
τσουρουφλιστός — ή, ό επίρρ. ά τσουρουφλισμένος, καψαλισμένος, καψαλιστός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)